- υπογραφίς
- -ίδος, ἡ, Α1. η γραφίδα, η πένα, το εργαλείο τού γραφέα2. είδος χειρουργικού εργαλείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + γραφίς, -ίδος (πρβλ. παρα-γραφίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπογραφίς — pencil fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογραφίδες — ὑπογραφίς pencil fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)